Αλαμάνας 3, Μαρούσι (δίπλα στο Ιατρικό Κέντρο)

Οδοντογενές μύξωμα

Το οδοντογενές μύξωμα είναι ένας καλοήθης αλλά τοπικά επιθετικός οδοντογενής όγκος.

Ο όγκος εξορμάται από το οστό των γνάθων με την ίδια περίπου συχνότητα τόσο στην άνω, όσο και στην κάτω γνάθο.

Καθώς επεκτείνεται καταστρέφει το οστό των γνάθων και στη συνέχεια εξέρχεται στα μαλακά μόρια τα οποία καταστρέφει και διηθεί  επίσης.

Μπορεί έτσι να λάβει μεγάλες διαστάσεις προτού προκαλέσει προβλήματα στο ασθενή, έτσι ώστε όταν αυτός προσέλθει στον ιατρό ο όγκος να είναι δύσκολα αντιμετωπίσιμος.

Ο όγκος μπορεί να σχετίζεται με κάποιο έγκλειστο δόντι το οποίο απωθείται από τον όγκο σε απομακρυσμένες θέσεις και δεν είναι σπάνιο να βρεθεί ένα δόντι μέχρι και τη βάση του κρανίου παρεκτοπιζόμενο από τον όγκο.

Μπορεί όμως το οδοντογενές μύξωμα να εμφανίζεται και μόνο του χωρίς να έχει σχέση με κάποιο έγκλειστο δόντι, αν και σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να διαπιστωθεί η έλλειψη ενός δοντιού από το φραγμό.

Έχουν περιγραφεί μυξώματα σε όλες τις ηλικίες από την πρώτη παιδική μέχρι τα γεράματα, όμως η συχνότερη ηλικία πρώτης εντόπισης είναι από 15-30 έτη. Το συχνότερο σύμπτωμα που προσέρχονται οι ασθενείς στον ιατρό είναι η διόγκωση και παραμόρφωση μιας περιοχής της στοματικής κοιλότητας, αν και η παραμόρφωση μπορεί να αφορά και το πρόσωπο.

Στην κάτω γνάθο αν ο όγκος λάβει μεγάλες διαστάσεις μπορεί να προκληθεί κάταγμα της κάτω γνάθου.

Ένα τέτοιο κάταγμα ονομάζεται παθολογικό κάταγμα και αντιμετωπίζεται σε συνδυασμό με την παθολογική εξεργασία που συνοδεύει.

Κάποιες φορές ο όγκος μπορεί να επιμολυνθεί και ο ασθενής να προσέλθει με συμπτωματολογία οξείας λοίμωξης με πόνο, πρήξιμο και πυρετό.

Τέλος ο ασθενής μπορεί να παραπονεθεί για ευσειστότητα κάποιων δοντιών, οπότε και αν ακολουθήσει ακτινολογικός έλεγχος αποκαλύπτεται η ύπαρξη του ενδοστικού όγκου.

Ακτινογραφικά ο όγκος εμφανίζεται είτε ως μονόχωρη, είτε ως πολύχωρη διαύγαση (δηλαδή ως μια μονόχωρη ή πολύχωρη μαύρη περιοχή στο εσωτερικό των γνάθων).

Η πολύχωρη διαύγαση είναι συχνότερη και περιγράφεται ως εικόνα μελισσοκυρήθρας ή αφρού.

Σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να εμφανιστεί στο εσωτερικό του όγκου και οστό, το οποίο είτε παραμένει μετά την καταστροφή του γύρω οστού, είτε παράγεται από τον όγκο.

Οι ακτινογραφικές όμως αυτές παραλλαγές δεν είναι χαρακτηριστικές του όγκου και μόνο η βιοψία μπορεί να αναδείξει την ακριβή φύση του όγκου και να βάλει τη διάγνωση του οδοντογενούς μυξώματος.

Η αντιμετώπιση του οδοντογενούς μυξώματος είναι η χειρουργική του εξαίρεση μαζί με κάποιο περιθώριο υγιών ιστών, το οποίο συνήθως είναι 1 εκατοστό.

Παλαιότερα είχαν γίνει κάποιες προσπάθειες για αντιμετώπιση των οδοντογενών μυξωμάτων με εκπυρήνιση και απόξεση (δηλαδή με αφαίρεση της βλάβης ακριβώς στα όρια με τους γύρω υγιείς ιστούς και στη συνέχεις μηχανική απόξεση της κοιλότητας που παρέμενε).

Όμως με την τεχνική αυτή τα ποσοστά υποτροπής ήταν πολύ υψηλά και σήμερα η εκπυρήνιση των οδοντογενών μυξωμάτων δεν θεωρείται αποδεκτή μέθοδος αντιμετώπισής τους και πρέπει να εφαρμόζεται μόνο σε επιλεγμένες περιπτώσεις.

Οι περιπτώσεις αυτές αφορούν είτε πολύ μικρές βλάβες σε πειθαρχημένους ασθενείς που μπορεί να προσέρχονται για μετεγχειρητικό επανέλεγχο για 20 χρόνια μετά την αρχική εκπυρήνιση είτε ηλικιωμένους  και βαρέως πάσχοντες που μια εκτεταμένη επέμβαση με γενική αναισθησία μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα.

Οι υποτροπές συνήθως εμφανίζονται όψιμα από 3-10 έτη μετά την αρχική εκπυρήνιση οπότε και ο ασθενής