Αλαμάνας 3, Μαρούσι (δίπλα στο Ιατρικό Κέντρο)

Ενασβεστιούμενος επιθηλιακός οδοντογενής όγκος

Ενασβεστιούμενος επιθηλιακός οδοντογενής όγκος

Ο όγκος αυτός αναφέρεται και ως όγκος του Pindborg προς τιμή αυτού που τον πρωτοπεριέγραψε. Είναι σχετικά σπάνιος όγκος και  σχετικά μικρός αριθμός περιπτώσεων αναφέρονται στη διεθνή βιβλιογραφία. Φαίνεται ότι ο όγκος αυτός είναι τοπικά επιθετικός καταστρέφοντας τους γύρω υγιείς ιστούς. Αναπτύσσεται στο εσωτερικό των γνάθων σε ηλικιακό φάσμα από 20 έως 60 ετών, και η συχνότερη ηλικία πρώτης εντόπισης είναι τα 40 έτη.  Εντοπίζεται στην κάτω γνάθο τρεις φορές συχνότερα σε σχέση με την άνω γνάθο με συχνότερη θέση αυτή των γομφίων και των προγομφίων της κάτω γνάθου. Πολλές φορές, αλλά όχι πάντα ο όγκος σχετίζεται με κάποιο έγκλειστο δόντι. Ακτινογραφικά στα αρχικά στάδια ο όγκος εμφανίζεται ως μονόχωρη ή πολύχωρη διαυγαστική βλάβη (δηλαδή ως μονόχωρη ή πολύχωρη μαύρη περιοχή στο εσωτερικό των γνάθων). Όσο όμως μεγαλύτερος γίνεται ο όγκος τόσο πιθανότερο είναι να εμφανιστεί παραγωγή οστού, δίδοντας ακτινογραφική εικόνα συνδυασμού διαύγασης και σκίασης (δηλαδή  βλάβη  στο εσωτερικό των γνάθων με μαύρες και άσπρες περιοχές). Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις ευμεγεθών ενασβεστιούμενων επιθηλιακών οδοντογενών όγκων που δεν εμφάνισαν παραγωγή οστού.

Παραλλαγή των όγκων αυτών είναι και οι περιφερικοί ενασβεστιούμενοι επιθηλιακοί οδοντογενείς όγκοι. Δηλαδή οι όγκοι αυτοί δεν εξορμώνται από το εσωτερικό των γνάθων αλλά ξεκινούν από τους μαλθακούς ιστούς της στοματικής κοιλότητας, είναι δε συχνότεροι στα ούλα γύρω από τα πρόσθια δόντια της άνω και της κάτω γνάθου. Οι όγκοι αυτοί δεν συμπεριφέρονται επιθετικά όπως οι τυπικοί ενδοστικοί ενασβεστιούμενοι επιθηλιακοί οδοντογενείς όγκοι. Για το λόγο αυτό αντιμετωπίζονται με εκπυρήνιση και απόξεση του όγκου (δηλαδή με αφαίρεση του όγκου στα όρια ή λίγο μακρύτερα από τους γύρω υγιείς ιστούς και στη συνέχεια με μηχανική συνήθως απόξεση του ελλείμματος που παραμένει).

Η αντιμετώπιση των ενασβεστιούμενων επιθηλιακών οδοντογενών όγκων είναι η χειρουργική εκτομή σε υγιή όρια. Μόνο αυτή η θεραπεία εξασφαλίζει την οριστική απαλλαγή από τον όγκο αυτό και δεν συνοδεύεται από υποτροπές. Η εκπυρήνιση και απόξεση της βλάβης (δηλαδή η αφαίρεση της βλάβης ακριβώς στα όρια με τους γύρω ιστούς και η απόξεση στη συνέχεια της κοιλότητας που παραμένει) μπορεί να εφαρμόζεται μόνο σε επιλεγμένες περιπτώσεις που μπορεί να παρακολουθούνται μετεγχειρητικά για μεγάλο χρονικό διάστημα.   Όσον αφορά την απόσταση εκτομής σε σχέση με τους υγιείς ιστούς αυτή προτείνεται να είναι 1 εκατοστό. Σε περιπτώσεις που η εκτομή του όγκου συνεπάγεται οστικό έλλειμμα η επέμβαση της εκτομής πρέπει να συνοδεύεται και από επέμβαση αποκατάστασης του χειρουργικού ελλείμματος. Επειδή ο όγκος αναπτύσσεται ενδοστικά το χειρουργικό έλλειμμα είναι συνήθως οστικό και η αποκατάσταση πρέπει να γίνεται είτε με αγγειούμενα ,είτε με μη αγγειούμενα μοσχεύματα. Σε πολύ μικρά ελλείμματα μπορεί να μη χρειαστεί αποκατάσταση. Σε ελλείμματα μέχρι 4 εκατοστά η αποκατάσταση μπορεί να γίνει με μη αγγειούμενο οστικό αυτομόσχευμα από τη λαγόνιο ακρολοφία (δηλαδή από το πλαϊνό μέρος του οστού της λεκάνης). Σε μεγαλύτερα ελλείμματα προτείνεται η χρήση αγγειούμενων αυτομοσχευμάτων από τη λαγόνιο ακρολοφία ή από την περιοχή της γάμπας (χρησιμοποιώντας το οστό της περόνης για την αποκατάσταση του οστού της γνάθου).

Αν οι  ενασβεστιούμενοι επιθηλιακοί οδοντογενείς όγκοι αντιμετωπιστούν με εκτομή σε όρια 1 εκατοστού από τους υγιείς ιστούς οι υποτροπές είναι μηδαμινές. Αντίθετά  όταν εφαρμόζεται εκπυρήνιση και απόξεση για την αντιμετώπιση των όγκων αυτών οι υποτροπές αναφέρονται σε ποσοστό 15-30%. Βέβαια επειδή ο όγκος αυτός δεν είναι ιδιαίτερα επιθετικός  αν οι υποτροπές διαγνωστούν έγκαιρα μπορεί να αντιμετωπιστούν