Αλαμάνας 3, Μαρούσι (δίπλα στο Ιατρικό Κέντρο)

Ρινοϋπερώια κύστη

Ρινοϋπερώια κύστη

Η ρινοϋπερώια κύστη είναι η μόνη μη οδοντογενής κύστη των γνάθων. Δηλαδή εμφανίζεται εντός του οστού των γνάθων και δεν προέρχεται από εμβρυικά υπολείμματα που συμμετέχουν στην οδοντογονία. Αντίθετα, θεωρείται ότι προέρχεται από υπολείμματα των δύο ρινοϋπερώιων πόρων, δηλαδή δύο σχηματισμών που σχετίζονται με το αρχέγονο όργανο της όσφρησης. Στα κατώτερα θηλαστικά οι δύο ρινοϋπερώιοι πόροι είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένοι και σχετίζονται και με την αναπνευστική λειτουργία. Στον άνθρωπο είναι υπολειμματικοί και η πορεία τους είναι στη μέση γραμμή από τη μαλθακή υπερώα μέχρι λίγο πριν τα πάνω κεντρικά δόντια, τους κεντρικούς τομείς.

Δηλαδή μπορεί να εντοπίζονται σχεδόν σε όλη την έκταση της μέσης γραμμής του ουρανίσκου. Στην περίπτωση που εμφανίζονται μπροστά, όπως συμβαίνει συχνότερα ονομάζονται είτε κύστεις του τομικού πόρου, όταν βρίσκονται εντός του οστού της γνάθου, είτε κύστεις της τομικής θηλής, όταν βρίσκονται στα μαλακά μόρια της τομικής θηλής, ενός δηλαδή σχηματισμού που βρίσκεται πίσω από τους άνω κεντρικούς τομείς. Όταν βρίσκονται πιο πίσω ονομάζονται μέσες  υπερώιες κύστεις και παλαιότερα πιστευόταν ότι αυτές οι κύστεις είχαν διαφορετική προέλευση.

Οι άντρες προσβάλλονται δύο φορές συχνότερα από τις γυναίκες και η συχνότερη ηλικία εμφάνισης είναι η τέταρτη δεκαετία της ζωής.

Πώς θα καταλάβει κανείς ότι πάσχει από ρινοϋπερώια  κύστη;

Οι κύστεις αυτές διαδράμουν ασυμπτωματικά συνήθως μέχρι να αποκτήσουν ικανό μέγεθος. Όταν λοιπόν είναι μικρές ανακαλύπτονται συνήθως ως τυχαίο ακτινογραφικό εύρημα. Στη θέση που βρίσκεται αυτή η κύστη φυσιολογικά και σε όλους τους ανθρώπους υπάρχει ακτινογραφικό εύρημα που προκαλείται από το στοματικό άκρο του ρινικού πόρου. Συνήθως το όριο των 6-7 χιλιοστών θεωρείται ως το ανώτερο φυσιολογικό για το ακτινογραφικό αυτό εύρημα. Πάνω από το όριο αυτό μάλλον πρόκειται για κύστη.

Όταν οι κύστεις μεγαλώνουν σε μέγεθος προκαλούν διόγκωση είτε προς την πλευρά του ουρανίσκου, είτε προς την πλευρά του άνω χείλους. Η διόγκωση αυτή μπορεί να προκαλέσει παραμόρφωση εξωτερικά κατά την ένωση του άνω χείλους με τη μύτη. Σε περιπτώσεις παραμελημένες η διόγκωση μπορεί να είναι εμφανής τόσο εξωτερικά, όσο και εσωτερικά προς την πλευρά του ουρανίσκου.

Σε κάποιες περιπτώσεις οι κύστεις επιμολύνονται  και προκαλούν συμπτώματα οξείας λοίμωξης με πόνο, πρήξιμο και πυρετό. Η επιμόλυνση μπορεί και να είναι χρόνια και συχνά οι ασθενείς παραπονούνται για μια υφάλμυρη γεύση σε μόνιμη βάση χωρίς πόνο. Αυτό φυσικά έχει προέλθει από επικοινωνία της κύστη με το στοματικό περιβάλλον μέσω συριγγίου που παροχετεύει το μολυσμένο υλικό της κύστης και προκαλεί τη δυσάρεστη γεύση.

Είναι πολλές φορές δύσκολο τόσο για τον ιατρό, όσο και για τον ασθενή να καταλάβουν την ακριβή αιτιολογία μιας διόγκωσης στη πρόσθια μέση  περιοχή της άνω γνάθου. Στην περιοχή αυτή είναι συχνές και οι διογκώσεις που προκαλούνται από χαλασμένα και νεκρά πρόσθια δόντια. Τα δόντια που ευθύνονται συνήθως για τέτοιες διογκώσεις είναι οι πλάγιοι τομείς της άνω γνάθου. Μάλιστα πολλές φορές τα δόντια προκαλούν και κοκκιώματα ή κύστεις στο οστό της γνάθου οπότε η διαφορική διάγνωση με την ρινοϋπερώια κύστη είναι ακόμη δυσκολότερη. Αν τα δόντια είναι ζωντανά και δεν εμφανίζουν καμμία παθολογία τότε είναι σχεδόν βέβαιο πως η αιτιολογία της διόγκωσης είναι η ρινοϋπερώια κύστη. Αν όμως τα δόντια έχουν παθολογία, όπως τερηδόνα τότε μπορεί να είναι αυτά υπαίτια για το πρόβλημα. Η δοκιμασία ζωτικότητας μπορεί να βοηθήσει γιατί αν αποδειχθεί ότι τα δόντια παρά την παθολογία τους είναι ζωντανά, τότε δεν ευθύνονται αυτά. Αν όμως κάποιο δόντι δεν αντιδρά στη δοκιμασία ζωτικότητας δεν σημαίνει ότι είναι και νεκρό. Γιατί μπορεί η κύστη καθώς μεγαλώνει να συμπεριλάβει και την άκρη ενός δοντιού (το ακρορρίζιό του) και να προκαλέσει νευροπραξία (βλάβη αρχικού βαθμού στο νεύρο του δοντιού), οπότε το δόντι μπορεί να μην αντιδρά στις δοκιμασίες ζωτικότητες, ενώ στην πραγματικότητα να είναι ζωντανό. Γιατί η ζωτικότητα ενός δοντιού έχει να κάνει με τα αγγεία του και όχι με τα νεύρα του. Τα δόντια αυτά δεν χρειάζονται απονεύρωση και αν γίνει άρση του αιτιολογικού παράγοντα, δηλαδή της ρινοϋπερώιας κύστης μετά από καιρό αντιδρούν πάλι φυσιολογικά στις δοκιμασίες ζωτικότητας. Αν  εσφαλμένα γίνει απονεύρωση σε ένα δόντι αυτό γίνεται πιο εύθραυστο και μπορεί να αποκτήσει και άσχημο χρώμα. Για το λόγο αυτό πρέπει να γίνει η δύσκολη διαφορική διάγνωση μεταξύ μιας ρινοϋπερώιας κύστης και μιας ακρορριζικής κύστης ή κοκκιώματος που οφείλεται σε ένα δόντι. Σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να χρειαστεί κάποιος να ανοίξει χειρουργικά την περιοχή να καθαρίσει την κύστη και να περιμένει την βιοψία. Και αν μεν η βιοψία δείξει ότι πρόκειται για  ρινοϋπερώια κύστη τα πράγματα σταματούν εδώ και ο ασθενής αποφεύγει την επιβλαβή απονεύρωση. Αν όμως η βιοψία δείξει ότι ήταν ακρορριζική η κύστη τότε η απονεύρωση μπορεί να γίνει σε δεύτερο χρόνο.

Πώς θεραπεύονται οι ρινοϋπερώιες κύστεις ;

Η αντιμετώπιση των ρινοϋπερώιων κύστεων είναι χειρουργική. Στις περισσότερες περιπτώσεις η προσπέλαση για την αφαίρεση των κύστεων αυτών γίνεται από την πλευρά του άνω χείλους και η κύστη καθαρίζεται ολόκληρη, δηλαδή εκπυρηνίζεται. Μέσα στο τοίχωμα συνήθως περιλαμβάνεται και ένα μικρό αγγείο και ένα νεύρο που δίνει αίσθηση σε μια μικρή περιοχή του ουρανίσκου, ακριβώς πίσω από τα πρόσθια δόντια της άνω γνάθου. Τα ανατομικά αυτά στοιχεία εξαιρούνται μαζί με την κύστη και από τον μεν αγγείο αναμένεται μια μικρή αιμορραγία που ελέγχεται εύκολα από τον χειρουργό, από το δε νεύρο προκαλείται μια σχεδόν ανεπαίσθητη απώλεια της αίσθησης στη περιοχή του ουρανίσκου πίσω από τα πρόσθια άνω δόντια.

Τονίζεται για άλλη μια φορά ότι δεν ενδείκνυται η απονεύρωση σε δόντια που τυχόν έχουν περιληφθεί στο τοίχωμα της κύστης. Η απονεύρωση θα προκαλέσει πιθανή δυσχρωμία, απώλεια της αίσθησης και ευθραυστότητα στα δόντια αυτά.

Σε κάποιες περιπτώσεις που η κύστη προβάλλει στον ουρανίσκο είναι προτιμότερο η προσπέλαση για την αφαίρεση των κύστεων να γίνεται από την πλευρά αυτή. Σε κάποιες δε περιπτώσεις είναι χρήσιμη και η διπλή προσπέλαση, δηλαδή και προστομικακά, όπως λέγεται η από την πλευρά του χείλους προσπέλαση και υπερώια, όπως λέγεται η από την πλευρά του ουρανίσκου προσπέλαση. Αυτό το τελευταίο συνήθως συμβαίνει στις περιπτώσεις μεγάλων κύστεων, όπου μπορεί να χρειαστεί και αξονική τομογραφία προεγχειρητικά. Στην περίπτωση της υπερώιας προσπέλασης μπορεί ο ιατρός σε συνεργασία με τον οδοντοτεχνίτη να κατασκευάσουν νάρθηκα, που θα καλύπτει τον ουρανίσκο μετεγχειρητικά και θα μειώνει τον πόνο. Ο νάρθηκας αυτός μπορεί να διατηρηθεί για 7-10 ημέρες.

Αν οι κύστεις αφαιρεθούν σωστά δεν υποτροπιάζουν και ο ασθενής απαλλάσσεται μια για πάντα από αυτές.