Πώς θα καταλάβει κανείς ότι πάσχει από ρινοχειλική κύστη;
Συνηθέστερα η κύστη αυτή γίνεται αντιληπτή ως μια διόγκωση στην περιοχή που το άνω χείλος ενώνεται με την παρειά. Η διόγκωση αυτή είναι συνήθως ανώδυνη και ευπίεστη, γιατί περιέχει υγρό. Είναι δυνατό κάποτε να επιμολυνθεί και να εμφανίσει οξεία συμπτωματολογία με πόνο, οίδημα της περιοχής, ερυθρότητα και θερμότητα τόσο τοπική, όσο και γενικότερη ως πυρετός. Αν παραμεληθεί μια επιμολυνθείσα ρινοχειλική κύστη μπορεί να παροχετεύσει το ρυπαρό περιεχόμενό της, μέσω συριγγίου, είτε στο δέρμα της περιοχής, είτε στο εσωτερικό της μύτης, είτε σπανιότερα στη στοματική κοιλότητα. Στην τελευταία αυτή περίπτωση ο ασθενής μπορεί να παραπονιέται για μια δυσάρεστη υφάλμυρη γεύση.
Πώς αντιμετωπίζεται η ρινοχειλική κύστη;
Η αντιμετώπιση της ρινοχειλικής κύστης είναι χειρουργική, οπότε και αφαιρείται ολόκληρη σε μια διαδικασία που ονομάζεται εκπυρήνιση. Υπάρχουν δύο οδοί προσπέλασης αυτή από τη στοματική κοιλότητα και αυτή από το δέρμα. Η πρώτη επιλέγεται από εμπειρότερους χειρουργούς και προτείνεται μόνο σε κύστεις που δεν έχουν επιμολυνθεί. Και αυτό γιατί η κύστη βρίσκεται έξω από τους μύες του άνω χείλους, ακριβώς κάτω από το δέρμα. Αν λοιπόν κάποιος επιλέξει να αφαιρέσει την κύστη από την ενδοστοματική οδό πρέπει να περάσει μέσα από τους μύες του άνω χείλους για να φτάσει στην κύστη και η επέμβαση είναι δυσκολότερη. Έχει όμως το πλεονέκτημα ότι δεν αφήνει ουλή.
Η από το δέρμα προσπέλαση είναι ευκολότερη και προτείνεται στις περιπτώσεις που η κύστη έχει επιμολυνθεί ή όταν η αισθητική δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία. Γίνεται μια τομή στο άνω πέρας της ρινοχειλικής αύλακας (που χωρίζει το άνω χείλος από την παρειά). Κάνοντας την τομή στο σημείο αυτό η μετεγχειρητική ουλή περιορίζεται στο ελάχιστο. Στις κύστεις που έχουν επιμολυνθεί δημιουργούνται συμφύσεις (σαν ενώσεις) μεταξύ του τοιχώματος της κύστης και του βλεννογόνου της ρινός. Στις θέσεις αυτές ο διαχωρισμός του τοιχώματος της κύστης και του βλεννογόνου της μύτης είναι δύσκολος και είναι καλό ο χειρουργός να έχει άμεση ορατότητα για να μην αφήσει τμήμα της κύστης στον οργανισμό, κάτι που μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα την υποτροπή.
Αν η κύστη αφαιρεθεί σωστά δεν υποτροπιάζει.