Αλαμάνας 3, Μαρούσι (δίπλα στο Ιατρικό Κέντρο)

Οδοντοφόρος κύστη

Οδοντοφόρος κύστη 

Οδοτοφόρες ονομάζονται οι κύστεις που περιβάλλουν ένα έγκλειστο δόντι και προέρχονται από τον εμβρυικό σχηματισμό που φτιάχνει το δόντι αυτό. Το δε δόντι που σχετίζεται με την κύστη δεν ανατέλλει στο φραγμό και παραμένει έγκλειστό άλλοτε κοντά στη θέση ανατολής του, άλλοτε, απωθημένο από την κύστη σε απομακρυσμένη θέση. Είναι οι δεύτερες σε σειρά συχνότητας κύστεις των γνάθων μετά τις ακρορριζικές κύστεις. Οι θέσεις εντόπισης των οδοντοφόρων κύστεων είναι αυτές που εμφανίζονται έγκλειστα δόντια με μεγαλύτερη συχνότητα, δηλαδή κατά σειρά οι τρίτοι γομφίοι της κάτω γνάθου, οι κυνόδοντες της άνω γνάθου, οι τρίτοι γομφίοι της άνω γνάθου και οι δεύτεροι προγόμφιοι της κάτω γνάθου.  Εμφανίζονται σε κάθε ηλικία άλλα συχνότερη ηλικία εμφάνισης είναι η εφηβική και η τρίτη δεκαετία της ζωής. Είναι μάλιστα οι συχνότερες κύστεις που εμφανίζονται σε παιδιά κάτω των 10 ετών.  Η δε αναλογία ανδρών- γυναικών είναι 1.7:1.

Πώς εμφανίζονται οι οδοντοφόρες κύστεις;

Οι οδοντοφόρες κύστεις αναπτύσσονται στο εσωτερικό των γνάθων σχετιζόμενες με κάποιο έγκλειστο δόντι. Η ανάπτυξη αυτή είναι συνήθως ασυμπτωματική και οι κύστεις ανακαλύπτονται ως τυχαίο ακτινογραφικό εύρημα που γίνεται για άλλο λόγο. Συχνά ο έλεγχος αυτός γίνεται προκειμένου να διερευνηθεί η μη εμφάνιση σε κανονική ηλικία του δοντιού που σχετίζεται με την οδοντοφόρο κύστη. Καθώς οι κύστεις μεγαλώνουν ασυμπτωματικά μπορεί να λάβουν μεγάλες διαστάσεις και το πρώτο παράπονο του ασθενούς να είναι η παραμόρφωση του προσώπου ή το κάταγμα της κάτω γνάθου. Το κάταγμα στην περίπτωση αυτή ονομάζεται παθολογικό κάταγμα και αντιμετωπίζεται μαζί με την κύστη. Σε άλλες περιπτώσεις η κύστη επιμολύνεται και το πρόβλημα του ασθενή είναι αυτό της οξείας λοίμωξης, δηλαδή ο πόνος, οίδημα και πυρετός. Στις περιπτώσεις που η οξεία λοίμωξη συμβεί σε οδοντοφόρο κύστη της κάτω γνάθου που βρίσκεται πλησίον του κάτω φατνικού νεύρου, που νευρώνει αισθητικά το μισό χείλος, είναι δυνατόν να υπάρχει υπαισθησία της περιοχής αυτής. Δηλαδή ο ασθενής μπορεί να παραπονεθεί ότι μουδιάζει το μισό του χείλος.

Τι πρέπει να κάνει κάποιος που πάσχει από οδοντοφόρο κύστη ;

Η διάγνωση της οδοντοφόρου κύστης μπορεί να γίνει μόνο μετά από βιοψία του τοιχώματος, κάτι που προϋποθέτει τη μερική ή ολική αφαίρεση της κύστης. Άρα δεν είναι δυνατό να γνωρίζει κανείς εκ των προτέρων ότι πάσχει από οδοντοφόρο κύστη. Αυτό που μπορεί γνωρίζει από τον ακτινογραφικό έλεγχο είναι ότι έχει ένα σχηματισμό γύρω από ένα έγκλειστο δόντι. Ο σχηματισμός αυτός μπορεί να είναι κατά σειρά συχνότητας μια οδοντοφόρος κύστη, μια οδοντογενής κερατινοκύστη, ένα αδαμαντινοβλάστωμα, ένας κεντρικός γιγαντοκυτταρικός όγκος, ένα αιμαγγείωμα ή ένα οδοντογενές μύξωμα. Επειδή όλες αυτές οι βλάβες αντιμετωπίζονται χειρουργικά ο ασθενής πρέπει να επισκεφτεί έναν ιατρό για να αντιμετωπίσει την κατάσταση.

Πώς αντιμετωπίζονται οι οδοντοφόρες κύστεις;

Ο ασθενής που πάσχει από οδοντοφόρο κύστη χρήζει χειρουργικής επέμβασης. Ο ιατρός πρέπει να αποφασίσει αν το δόντι που φέρει την οδοντοφόρο κύστη μπορεί να φτάσει μόνο του ή με ορθοδοντική βοήθεια στο φραγμό. Αν μπορεί τότε επιλέγεται η λύση της μαρσιποποίησης της κύστης και η υποβοηθούμενη συνήθως ανατολή του δοντιού. Κατά τη μαρσιποποίηση διανοίγεται η κύστη και δημιουργείται ένα παράθυρο στο τοίχωμά της μέσω του οποίου επικοινωνεί με τη στοματική κοιλότητα. Κατά τη δημιουργία του παραθύρου ένα τμήμα της κύστης στέλνεται για βιοψία. Εφόσον τα αποτελέσματα της βιοψίας επιβεβαιώσουν την αρχική διάγνωση, ο ασθενής προσέρχεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα στον ιατρό, ο οποίος κάνει πλύσεις στη δημιουργηθείσα κοιλότητα που πριν καταλάμβανε το υγρό της κύστης το οποίο τώρα έχει εξαφανιστεί. Οι πλύσεις αυτές διατηρούν το παράθυρο ανοικτό και επιτρέπουν στον οργανισμό να επουλώσει την κοιλότητα η οποία μικραίνει σε σημαντικό βαθμό. Κάποια  η κοιλότητα μικραίνει πολύ και το δόντι φτάνει στο φραγμό. Μπορεί πλέον να διευθετηθεί στη σωστή του θέση με ορθοδοντικά μέσα. Η διαδικασία της μαρσιποποίησης διαρκεί από 2 μήνες μέχρι 8 ή και περισσότερους μήνες ανάλογα με το μέγεθος της κύστης. Εκτός από την περίπτωση που το δόντι που φέρει την κύστη μπορεί να έλθει στο φραγμό, μαρσιποποίηση μπορεί να εφαρμοστεί και σε πολύ μεγάλες κύστεις που η αφαίρεσή τους σε ένα χρόνο είναι δύσκολη, ανάλογα βέβαια και με την ικανότητα του χειρουργού. Μειονεκτήματα της μαρσιποποίησης είναι η χρονοβόρος διαδικασία εξάλειψης της κύστης, που πολλές φορές κουράζει τον ασθενή και καταλήγει σε υποτροπή. Επίσης, η πιθανότητα ένα τμήμα της κύστης παρά την αρχική βιοψία να είναι κάτι άλλο, όπως αδαμαντινοβλάστωμα ή ακόμη και καρκίνος δεν μπορεί να αποκλειστεί.

Στις περισσότερες λοιπόν περιπτώσεις η σωστότερη αντιμετώπιση των οδοντοφόρων κύστεων είναι η ολική χειρουργική αφαίρεση της κύστη σε συνδυασμό με το δόντι. Η χειρουργική αυτή επέμβαση καλείται εκπυρήνιση της κύστης και αν εκτελεστεί σωστά η πιθανότητα υποτροπών περιορίζεται στο ελάχιστο. Σε πολύ μεγάλες βλάβες που το δόντι έχει απομακρυνθεί αρκετά από το φραγμό και η καταστροφή του οστού είναι μεγάλη η χειρουργική επέμβαση είναι δυσκολότερη. Στην κάτω γνάθο υπάρχει η πιθανότητα κατάγματος, η οποία είναι πιθανότερο να συμβεί 2- 3 εβδομάδες μετά το χειρουργείο. Και αυτό γιατί το οστό της γνάθο μετά το χειρουργείο περνά από μια διαδικασία επαναγγείωσης που μειώνει την ισχύ και την αντοχή του.   Σε τέτοιες περιπτώσεις ο ιατρός έχει την εναλλακτική να τοποθετήσει προφυλακτικά μια πλάκα οστεοσύνθεσης, όμοια με αυτή που χρησιμοποιείται στα κατάγματα. Η πλάκα αυτή πρέπει να παραμένει στη θέση της για τουλάχιστο 6 μήνες μέχρι το οστούν αναγεννηθεί και αποκτήσει την απαραίτητη ισχύ. Εκτός από αυτό ο ιατρός μπορεί να τοποθετήσει στην κοιλότητα μόσχευμα για να ενισχύσει την δημιουργία οστού. Οι επιλογές του μοσχεύματος είναι το αυτομόσχευμα (δηλαδή οστό που λαμβάνεται από τον ίδιο τον ασθενή αλλά από άλλο σημείο), τα αλλοπλαστικά υλικά (δηλαδή ξένα και τεχνητά κατασκευασμένα υλικά), το οστό που προέρχεται από επεξεργασία βλάστοκυττάρων και το αλλομόσχευμα (δηλαδή οστό που προέρχεται από άλλον οργανισμό). Η πρώτη περίπτωση θεωρείται πλεονεκτικότερη και το αυτομόσχευμα καλύτερα να λαμβάνεται από το οστό της λεκάνης (από τη λαγόνιο ακρολοφία) όπου υπάρχει σε αφθονία. Σε μικρότερα ελλείμματα καλύτερα να μην τοποθετείται τίποτε και να αφήνεται η κοιλότητα να κλείσει μόνη της. Το οστό που προέρχεται από βλαστοκύτταρα είναι εξαιρετικό από κάθε άποψη, αλλά δυστυχώς στην Ευρωπαϊκή Ένωση η νομοθεσία δεν επιτρέπει ακόμη τη χρήση του. Τα αλλομοσχεύματα και τα αλλοπλαστικά υλικά έχουν πάντα την πιθανότητα της λοίμωξης, που κατά κανόνα συνεπάγεται και την πλήρη απόρριψη του μοσχεύματος.

Κύστη ανατολής

Αποτελεί παραλλαγή της οδοντοφόρου κύστης και εμφανίζεται συχνότερα στα παιδιά και μάλιστα στα δόντια που δεν έχουν προκατόχους, δηλαδή στα νεογιλά δόντια και στους μόνιμους γομφίους. Οι κύστεις αυτές δεν βρίσκονται μέσα σε οστό, αλλά στα μαλακά μόρια του στόματος, για αυτό και είναι κλινικά εμφανείς. Δηλαδή αντί του δοντιού που αναμένεται να ανατείλει εμφανίζεται μια χρωματισμένη (συνήθως μπλε) διόγκωση που είναι μαλακή. Η εικόνα αυτή συνήθως θορυβεί τους γονείς που προσέρχονται άμεσα στον ιατρό.  Η θεραπεία στις κύστεις αυτές είναι συνήθως παρακολούθηση, καθώς αργά ή γρήγορα η κύστη σπάει, δηλαδή γίνεται φυσική μαρσιποποίηση, και το δόντι ανατέλλει. Σε κάποιες περιπτώσεις, που η ρήξη καθυστερεί ο ιατρός μπορεί να ανοίξει χειρουργικά την κύστη για να διευκολύνει την ανατολή του δοντιού.