Αλαμάνας 3, Μαρούσι (δίπλα στο Ιατρικό Κέντρο)

Δερμοειδής κύστη

Οι δερμοειδείς κύστεις είναι σχετικά συχνές στον άνθρωπο, αλλά ένα μικρό μόνο ποσοστό τους 3%, απαντά στη στοματική και γναθοπροσωπική χώρα. Η προέλευσή τους σχετίζεται με την διάπλαση του οργανισμού κατά την εμβρυική ζωή. Πιο συγκεκριμένα το πρόσωπο αναπτύσσεται από σχηματισμούς που ονομάζονται βραγχιακά τόξα, που εκπορεύονται από τα πλάγια και συγκλίνουν προς τη μέση γραμμή. Αν κατά τη σύγκλεισή τους εγκλωβιστούν έγκλειστα εμβρυικά υπολείμματα προερχόμενα από την επιφάνεια (επιθηλιακά υπολείμματα) είναι δυνατό αυτά τα τελευταία να ενεργοποιηθούν μετά την γέννηση σχηματίζοντας μια κύστη, τη δερμοειδή κύστη ή την επιδερμοειδή κύστη. Ανάλογα με τη θέση που συμβαίνει αυτή η έγκλειση εμφανίζεται και η κύστη. συχνότερα αυτό γίνεται στη μέση γραμμή κάτω από το σαγόνι (στο γένειο στην λεγόμενη υπογενείδια χώρα), δίνοντας την εντύπωση διπλού γενείου.  Είναι συνήθως μαλακή, ευπίεστη και αν συλληφθεί με τα δάκτυλα κινείται ανεξάρτητα σε σχέση με τους γύρω ιστούς.

Συχνή επίσης θέση εντόπισης είναι και η μέση γραμμή του εδάφους του στόματος, οπότε και  παρεκτοπίζει τη γλώσσα προς τα άνω δυσκολεύοντας την ομιλία. Στην επισκόπηση μπορεί κανείς να διακρίνει πίσω από τα κάτω πρόσθια δόντια και κάτω από γλωσσικό χαλινό μια κίτρινη σφαιροειδή διόγκωση. Μπορεί ακόμη να εμφανίζονται μέσα στη μάζα της γλώσσας ή και στα πλάγια του τραχήλου, οπότε και ονομάζονται πλάγιες δερμοειδεις κύστεις. Σπανιότερη θέση εντόπισης είναι και γύρω από τον οφθαλμό ή και γύρω από τη ράχη της ρινός. Αυτές οι δύο τελευταίες εντοπίσεις είναι χαρακτηριστικές ενός συνδρόμου που ονομάζεται ημιπροσωπική μικροσωμία, που συνοδεύεται και από άλλες ανωμαλίες.

Οι επιδερμοειδείς κύστεις, όπως προαναφέρθηκε μπορεί να προέρχονται από εμβρυικά επιθηλιακά υπολείμματα που εγκλωβίζονται κατά την ενδομήτρια ζωή. Μπορεί όμως να είναι και αποτέλεσμα τραυματισμού, οπότε και θεωρείται ότι  ο εγκλωβισμός των επιθηλιακών υπολειμμάτων συμβαίνει κατά την ώρα του τραύματος.  Οι επιδερμοειδείς κύστεις εμφανίζονται στο δέρμα και μοιάζουν με τις συχνές σμηγματογόνες κύστεις, με τη διαφορά ότι στις μεν πρώτες το υπερκείμενο δέρμα είναι ανέπαφο, στις δε δεύτερες το υπερκείμενο δέρμα συχνά παρουσιάζει αλλοιώσεις. Η διαφορά δε των επιδερμοειδών κύστεων με τις δερμοειδείς είναι ότι στις τελευταίες βρίσκονται στο εσωτερικό της και εξαρτήματα του δέρματος, όπως τρίχες και ιδρωτοποιοί αδένες.

Τα τερατώματα ή τερατοειδείς κύστεις είναι συναφείς βλάβες με τις δερμοειδείς και τις επιδερμοειδείς κύστεις, μιας και θεωρείται πως και αυτές προέρχονται από εγκλωβισμό επιθηλιακών κυττάρων κατά την ενδομήτρια ζωή. Τα τερατώματα μπορεί να περιέχουν διάφορους ιστούς στο εσωτερικό τους, όπως τρίχες, δόντια, οστό, χόνδρο και πολλά άλλα. Είναι συχνά δε τα τερατώματα των ωοθηκών, ενώ στη στοματική και γναθοπροσωπική χώρα είναι εξαιρετικά σπάνια. Τα τερατώματα εμφανίζονται σε παιδιά, ενώ οι δερμοειδείς  και οι επιδερμοειδείς κύστεις εμφανίζονται συχνότερα σε μεγαλύτερες ηλικίες. Οι συχνότερες θέσεις εντόπισης των τερατωμάτων είναι οι ίδιες με αυτές των δερμοειδών κύστεων, δηλαδή η υπογενίδειος χώρα και το έδαφος του στόματος κατά τη μέση γραμμή.

Πώς θεραπεύονται αυτές οι κύστεις;

Η θεραπεία των δερμοειδών κύστεων, των επιδερμοειδών κύστεων και των τερατωμάτων είναι η ολική χειρουργική τους εξαίρεση. Ανάλογα με την εντόπιση γίνεται και η προσπέλαση. Στη συχνότερη εντόπιση, την υπογενείδιο, η προσπέλαση γίνεται με μια τομή οριζόντια στην υπογενείδιο  χώρα, πίσω δηλαδή από το περισσότερο προέχον τμήμα του σαγονιού. Παρότι τόσο οι δερμοειδείς κύστεις, όσο και τα τερατώματα έχουν παχύ τοίχωμα η αποκόλλησή τους από τους γύρω ιστούς είναι δυσχερής, γιατί συμφύονται αρκετά με αυτούς. Μάλιστα μερικά τερατώματα μπορεί να κολλούν τόσο ισχυρά στη γνάθο, ώστε δεν είναι δυνατή η σωστή αφαίρεσή τους αν δεν κοπεί και ένα τμήμα της γνάθου μαζί. Αν οι κύστεις δεν αφαιρεθούν σωστά είναι δυνατή η υποτροπή τους.